Μια πρώτη αποτίμηση χαμένων πολιτικών ευκαιριών.
Ας πούμε κάτι για τους (πιο) μικρούς, εκείνους που έμειναν εκτός Βουλής, αν και έφθασαν πολύ κοντά στο εκλογικό όριο των τριών ποσοστιαίων μονάδων προκειμένου να εκπροσωπηθούν κοινοβουλευτικά. Εννοώ τους Οικολόγους Πράσινους, τη Δημοκρατική Συμμαχία, τη Δράση, τη Δημιουργία Ξανά, τέσσερα κόμματα που συγκέντρωσαν όλα μαζί σχεδόν το διόλου ευκαταφρόνητο 10% των ψήφων των εκλογέων της 6ης Μαϊου 2012.
Δεν συνυπολογίζω τον ΛΑ.Ο.Σ. σε αυτήν την ανάλυση, παρότι από άποψη ποσοστών κινήθηκε στα ίδια επίπεδα με τα υπόλοιπα τέσσερα κόμματα. Και αποφεύγω να τον λάβω υπόψη μου καθώς πρόκειται για ένα κόμμα που στις τελευταίες εκλογές σαφώς και αποδοκιμάστηκε από τους εκλογείς και συνεπώς το γιατί έχασε ψηφοφόρους και όχι το γιατί δεν κέρδισε τη συμμετοχή του στη Βουλή θα ήταν το ζητούμενο μιας ανάλυσης.
Τα υπόλοιπα τέσσερα κόμματα είτε κατέγραψαν μια ανοδική τάση συγκριτικά με την πραγματική ή τη δημοσκοπική δύναμη που εμφάνισαν στο παρελθόν είτε παρουσίασαν μια σταθερή τάση σε σχέση με τη δύναμή τους στις προηγούμενες εκλογές (Οικολόγοι-Πράσινοι). Θέλοντας, πάντως, να προλάβω αντιδράσεις να διευκρινίσω ότι δεν εξετάζω το ιδεολογικό προφίλ των κομμάτων, αλλά το εύρος των πολιτικών τους ευκαιριών. Συνεπώς όχι το πού βρίσκονται στον άξονα αριστεράς-δεξιάς με ενδιαφέρει στην παρούσα ανάλυση, αλλά το γιατί η καταρχάς θετική ανταπόκριση του εκλογικού σώματος απέναντι στα κόμματα αυτά δεν μετουσιώθηκε σε εκλογικό ποσοστό πάνω από το σχετικώς χαμηλό εκλογικό όριο του 3% που προβλέπει το ελληνικό εκλογικό σύστημα προκειμένου ένα κόμμα να μπει στη Βουλή.
Θα αναρωτηθεί κάποιος, «μα καλά αυτοί είναι τώρα το πρόβλημά μας», εδώ ήρθαν τα πάνω κάτω, με τους εκτός Βουλής θα ασχολούμαστε τώρα; Σε μια τέτοια πιθανή (και εκ πρώτης όψεως εύλογη) ερώτηση θα απαντούσα ότι συνολικά η πολιτική σκηνή στην Ελλάδα σήμερα θα διέπονταν από περισσότερες πολιτικές ευκαιρίες (και από την πολύτιμη κοινή λογική), αν όλοι αυτοί ή σχεδόν όλοι είχαν μπει στη Βουλή.
Σε περιπτώσεις αστάθειας του πολιτικού συστήματος, όπως αυτή που διανύουμε τώρα, ενδιάμεσοι κρίκοι, που γεφυρώνουν μεγαλύτερους κομματικούς σχηματισμούς, βοηθούν εξαιρετικά το όλο σύστημα διακυβέρνησης να αποκτήσει υψηλότερη λειτουργικότητα. Γι’ αυτό εξάλλου πολλές φορές στην πολιτική ιστορία μικρότεροι κομματικοί σχηματισμοί έχουν αποδειχθεί καταλύτες για τη διακυβέρνηση. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Γερμανοί Φιλελεύθεροι (FDP), που για χρόνια ήταν το μικρότερο αριθμητικά αλλά και το πλέον πολύτιμο κόμμα διακυβέρνησης – χωρίς αυτούς δεν μπορούσε να γίνει «κανονική» κυβέρνηση στη Γερμανία, εννοώ πέραν εκείνης ενός Μεγάλου Συνασπισμού. Προσωπικά θέλω να ελπίζω ότι και η ΔΗΜΑΡ (που ευτυχώς μπήκε στη Βουλή, αλλά που αν ξαναγίνουν εκλογές είναι πιθανόν από την πόλωση να συνθλιβεί και να συρρικνωθεί) θα αναλάβει έναν ρόλο κόμματος-καταλύτη, που θα βοηθήσει το ασταθές πολιτικό σύστημα να ξεπεράσει τα αδιέξοδα και τον κίνδυνο κατάρρευσης που τώρα αντιμετωπίζει.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα σε σχέση με μικρά κόμματα που έμειναν εκτός Βουλής με τη σειρά: ο ελληνικός δικομματισμός υπήρξε ολιγοκομματικός. Ήταν ένα πολωμένος αλλά περιορισμένος πολυκομματισμός, όπως ανέλυσε πειστικά στη δεκαετία του 1980 ο Γ. Μαυρογορδάτος. Τα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα είχαν αναπτύξει στρατηγικές απορρόφησης των μικρότερων όμορων παραταξιακών τους κομμάτων, όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ με την Ένωση Κέντρου, αλλά και η ΝΔ με τους φιλομοναρχικούς εθνικιστές της Εθνικής Παράταξης και τους ακροδεξιούς κάθε είδους εν συνεχεία.
Σε ένα πολωμένο κομματικό σύστημα, με φυγόκεντρο κομματικό ανταγωνισμό, οι μικροί συνήθως δεν χωρούν- με εξαίρεση εκείνους που έχουν ισχυρά ιδεολογικά φορτία (ΚΚΕ) και απευθύνονται σε ένα πολύ ειδικό και εκλογικά άκαμπτο κοινό ψηφοφόρων. Αργότερα βέβαια, καθώς η πόλωση γινόταν περισσότερο υπόθεσης τακτικής και ήταν λιγότερο πραγματική και ουσιαστική, καθώς δηλαδή τα κυβερνητικά κόμματα ομογενοποιούνταν ιδεολογικά και συνέκλιναν στις θέσεις τους, κεντρομόλες τάσεις στην κομματική αντιπαράθεση δημιουργούσαν περιθώριο για νέα κόμματα ή για ενίσχυση παλιότερων κομμάτων στα δεξιά της ΝΔ, όπως πράγματι έγινε με τον ΛΑΟΣ και στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, όπως όντως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Την εποχή της «δημοκρατικής καλοκαιρίας» (ό,τι οι αγγλοσάξωνες αποκαλούν κάπως σκωπτικά «sunshine democracy»), όταν νομίζαμε ότι γίναμε η χώρα-παράδεισος με ήλιο, θάλασσα και χρήματα στα τέλη του 1990/αρχές του 2000, η ανάγκη για νέα κομματικά προϊόντα άρχισε να πληθαίνει. Νέες αφηγήσεις για την κοινωνία και τις ανάγκες της άρχισαν να αποκτούν ακροατές: από τους Οικολόγους για την ποιότητα ζωής και την πράσινη οικονομία, αλλά και από τους Φιλελεύθερους που ξανάφεραν δυναμικά τη συζήτηση για τα δικαιώματα (όχι μόνο για την αγορά) και δημιούργησαν μια τολμηρή αφήγηση αποδαιμονοποίησης και υπεράσπισης των θετικών πτυχών της παγκοσμιοποίησης. Να διευκρινίσω για να μην παρεξηγηθώ: οι αφηγήσεις αυτές δεν ήταν καινούργιες. Οι αφηγητές (εγχώριοι οικολόγοι, φιλελεύθεροι, που εδώ τους λένε υποτιμητικά νεοφιλελεύθερους) υπήρχαν από χρόνια, μόνο που πριν δεν τους άκουγαν παρά ελάχιστοι. Αποκτούν ακροατήριο μεγαλύτερο από ό,τι συνήθως στην ελληνική «δημοκρατία του καλού καιρού», όταν η ψευδαίσθηση της ευημερίας κάνει τους εκλογείς επηρεάσιμους και από άλλες αφηγήσεις πέραν της λαϊκιστικής-σοσιαλιστικής και της παρωχημένης συντηρητικής αφήγησης που επαναλάμβαναν τα δύο (τότε ακόμη) μεγάλα κόμματα.
Τι έγιναν όλοι αυτοί σήμερα; Γιατί δεν βρήκαν μια θέση στα έδρανα της Βουλής; Μήπως επειδή οι αφηγήσεις τους πια δεν έχουν πέραση στη συγκυρία του μνημονίου και της κρίσης ή μήπως γιατί οι ίδιοι δεν υπερασπίστηκαν αποτελεσματικά τις αφηγήσεις τους σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία; Με άλλα λόγια, είναι δικό τους το σφάλμα που δεν μπήκαν στη Βουλή ή των εκλογέων που δεν ενδιαφέρθηκαν αρκετά για το μήνυμα αυτών των κομματικών σχηματισμών;
Παρότι γενικώς υποστηρίζεται το δεύτερο, λέγεται και πιστεύεται δηλαδή ότι οι Οικολόγοι, η Μπακογιάννη, ο Τζίμερος και ο Μάνος ήταν μεν αρκετά καλοί αλλά όχι γι’ αυτή τη συγκυρία που οι εκλογείς επιζητούσαν «αντι-μνημονιακό» λόγο, λόγο προσαρμοσμένο στην δραματουργία της κρίσης, η γνώμη μου είναι ότι ακριβώς η αντίθετη. Τα κόμματα αυτά απέτυχαν για δύο βασικούς λόγους: διότι πρώτον δεν ανέδειξαν επαρκώς την ατζέντα τους θεωρώντας ότι μια τέτοια εξειδικευμένη ατζέντα (π.χ. για την οικολογία και το περιβάλλον ή για την αγορά και τις επιχειρήσεις) δεν θα βρεί αποδέκτες ή και θα αποδοκιμαστεί στην Ελλάδα του μνημονίου και δεύτερον (και κυριότερο) επειδή αφελώς (συγνώμη για τη λέξη) θεώρησαν ότι σε μια τέτοια συγκυρία πόλωσης και άρα συμπίεσης των μικρών και αδοκίμαστων σχηματισμών, μπορούν μόνοι τους να τα καταφέρουν. Παρακάτω θα εξηγήσω γιατί και οι δύο αυτοί συλλογισμοί ήταν λανθασμένοι.
Όσον αφορά τον πρώτο συλλογισμό: οι Οικολόγοι δεν κατόρθωσαν να αυξήσουν τα ποσοστά τους σε σχέση με το 2009 (φοβούμαι ούτε τη γενικότερη συμπάθεια των εκλογέων προς αυτούς), διότι αντί να εμφανίσουν την εναλλακτική τους πρόταση για την πράσινη οικονομία και για τις 150 χιλιάδες θέσεις εργασίες που το 2009 μας έλεγαν ότι μπορεί να δημιουργηθούν, προτίμησαν να μας μιλούν για το μνημόνιο με επιχειρηματολογία συμπαθητικότερη και ηπιότερη μεν των αντι-μνημονιακών κομμάτων, ικανή όμως να σκιάσει το προφίλ τους. Αναρωτιέμαι γιατί κάποιος να ψήφιζε τους Οικολόγους σε αυτή τη συγκυρία εφόσον οι θέσεις τους παρέπεμπαν άλλοτε στον ΣΥΡΙΖΑ και άλλοτε στη ΔΗΜΑΡ.
Όσον αφορά τον επικεφαλής της Δράσης, ο κ. Μάνος προτίμησε να μας λέει πώς θα πάρουμε σύνταξη όλοι, είτε είχαμε προσφέρει στα ασφαλιστικά ταμεία είτε όχι, με το που θα γίνουμε 67 ετών. Ιδανική η πρότασή του για όσους δεν πρόσφεραν ποτέ τίποτα, αλλά όχι για όσους φορολογούνται αδρά. Και επιπλέον, από πότε οι Φιλελεύθεροι ισοπεδώνουν την διαφοροποιημένη προσφορά ενός εκάστου ανθρώπου? Μήπως από τότε που ακόμη και οι Φιλελεύθεροι φοβήθηκαν να τα βάλλουν με τους κρατιστές αντι-μνημονιακούς και να πουν την αλήθεια, ότι δηλαδή για το κοινωνικό κράτος είσαι ό,τι έχεις δώσει (εννοείται ότι όλοι εμείς που έχουμε δώσει θα εξακολουθήσουμε να δίνουμε για τους πλέον αδύναμους και παρίες, αλλά με τη θέλησή μας και όχι με κρατικο-κεντρικές και ισοπεδωτικές ντιρεκτίβες).
Η κα Μπακογιάννη είχε την πιο καθαρή πρόταση, αλλά και πάλι άργησε να κατασταλάξει και πλήρωσε το κόστος της προγενέστερης αμφίσημης στάσης στο κοινοβούλιο όταν ψηφίζονταν τα μνημόνια. Η κα Μπακογιάννη είχε μια ευκαιρία στο Μνημόνιο 1 να καταγραφεί ως η κατεξοχήν φιλελεύθερη-φιλοευρωπαϊκή-λογική τάση του ελληνικού κοινοβουλίου. Την ευκαιρία της την έχασε. Μετά προσπάθησε να αναπληρώσει τα χαμένα, αλλά και πάλι με λάθος συνταγή. Επιπλέον, η προεκλογική της καμπάνια είχε ένα πολύ εμπορικό-λαϊκίζον περίβλημα που απέτρεψε εκλογείς από τα ανώτερα μεσαία στρώματα να την ψηφίσουν. Ίσως θέλησε να μιμηθεί τον επικεφαλής του κόμματος Δημιουργία Ξανά, που όμως λόγω θητείας στη διαφήμιση εκείνος μπορούσε προσωπικά να στηρίξει έναν επαγγελματοποιημένο (χαμηλού κόστους ωστόσο), έξυπνο και στα πρότυπα της εμπορικής διαφήμισης, προεκλογικό αγώνα.
Πράγματι ο κ. Τζήμερος τα κατάφερε πολύ καλά και έκανε την έκπληξη, αν και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την απαιτούμενη εκλογική ορατότητα για να φθάσει στο 3% που ήταν το ζητούμενο. Έτσι ερχόμαστε στον δεύτερο συλλογισμό που εξηγεί την εκλογική αποτυχία αυτών των τεσσάρων κομμάτων.
Δεν είμαστε από άλλο πλανήτη και επομένως όλοι μας μπορούμε να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν διαφορές και ανταγωνισμοί -θεμιτοί να παραδεχτώ- μεταξύ διαφόρων πολιτικών ανδρών και γυναικών. Ωστόσο το ότι δεν γεφυρώθηκαν αυτοί οι ανταγωνισμοί πριν την έναρξη του προεκλογικού αγώνα, το πλήρωσαν ακριβά και η Δράση και η Δημοκρατική Συμμαχία. Ο κυριότερος λόγος της αποτυχίας τους ήταν η μη συνεργασία τους. Είναι σίγουρο ότι θα κέρδιζαν περισσότερα από μια εκλογική συνεργασία παρά θα έχαναν. Εν τέλει το αποτέλεσμα ήταν «χάνω-χάνεις» και για την κα Μπακογιάννη και για τον κ. Μάνο, ενώ θα μπορούσε να είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο και να είχαμε τώρα και τους δύο στη Βουλή, μαζί με αρκετούς άλλους σημαντικούς ανθρώπους, γιατί -κατά τη γνώμη μου- ιδίως η Δράση είχε εντάξει εξαιρετικούς ανθρώπους στα ψηφοδέλτιά της. Ο κ. Τζίμερος θα μπορούσε επίσης να ήταν εκλεγμένος βουλευτής σήμερα, αν είχε δεχθεί να συμμετάσχει σε ένα εκλογικό σχήμα φιλελεύθερων δυνάμεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτό θα είχε υπάρξει.
Σε ό,τι αφορά τους Οικολόγους Πράσινους, εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι Οικολόγοι είναι σωστό που διεκδίκησαν αυτοδύναμα την είσοδό τους στη Βουλή μια και η ατζέντα τους είναι διακριτή από τις υπόλοιπες των τριών άλλων κομμάτων, με τα οποία εξάλλου δεν ετέθη θέμα συνεργασίας. Τους περασμένους μήνες συζητήθηκε ωστόσο αρκετά η πιθανότητα συνεργασίας τους με τη ΔΗΜΑΡ. Εξακολουθώ να θεωρώ πως για το ότι δεν μπήκαν στη Βουλή οι Οικολόγοι δεν έφταιξε η αυτοδύναμη συμμετοχή τους στις εκλογές. Αλλιώς διατυπωμένο: όχι ότι δεν πήγαν με άλλα κόμματα, αλλά ότι δεν πήγαν όλοι μαζί, αυτό πλήρωσαν οι Οικολόγοι. Πλήρωσαν δηλαδή το γεγονός της εσωτερικής τους αστάθειας και μεταβλητότητας. Αν θέλετε και μιας εμμονής σε καταστατικές ρυθμίσεις βάσει των οποίων προβλέπονται εναλλαγές σε όλα τα στελεχικά επίπεδα ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι εκλογείς πάντως –που δεν θέλουν ούτε οφείλουν να γνωρίζουν για τα εσωτερικά των κομμάτων- αναρωτιόντουσαν πού να είναι ο επικεφαλής της εκστρατείας του 2009, ο Ν. Χρυσόγελος, αλλά και ο Μ. Τρεμόπουλος, και η Ε. Ιωαννίδου, δηλαδή όσοι/ες αναδείχθηκαν ως στελέχη του χώρου την τελευταία 3ετία. Ειδικά ο Χρυσόγελος, που ήταν η έκπληξη των εκλογών του 2009, μια ήρεμη δύναμη, με αρκετή υποδόρια επιρροή στο εκλογικό σώμα, ήταν ανάγκη να «εξοριστεί» στις Βρυξέλες ενόψει κρίσιμων εθνικών εκλογών; Ή ο Τρεμόπουλος που μπορεί να ενοχλεί πολλούς αλλά είναι το πλέον πολιτικό ον των Οικολόγων και η Ιωαννίδου που -κατ’εμένα- ταιριάζει ιδανικά στον ιδεότυπο της οικολόγου πολιτικού, έπρεπε όλοι αυτοί να μείνουν εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής; Δεν νομίζω ότι ήταν σοφές επιλογές όλες οι προηγούμενες, που τις συνέπειές τους εν τέλει πλήρωσαν οι Οικολόγοι. Όπως πλήρωσαν και τους κατά μερικά κλικ πιο πάνω αντι-μνημονιακούς τόνους στο λόγο των δύο επικεφαλής αυτής της εκστρατείας, που είχαν μια δύσκολη αποστολή και προσπάθησαν πολύ, αλλά είναι σαφές ότι δεν θα ήταν δυνατόν να την φέρουν σε πέρας μόνοι τους. Η ηγετική ομάδα χρειαζόταν και περισσότερα πρόσωπα αλλά και ένα σαφέστερο πολιτικό «στίγμα». Μόνο τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές έγινε προσπάθειας διόρθωσης της «αντι-μνημονιακής» στάσης προβάλλοντας οι επικεφαλής περισσότερο τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κόμματος τους, αλλά πώς να το κάνουμε, ήταν πια αργά. Το έχουμε ξαναπεί, οι Οικολόγοι δεν είναι κόμμα διαμαρτυρίας, η ψήφος σε αυτούς είναι ψήφος πολιτικής πειθούς, και οι ψηφοφόροι τους τα μετρούν όλα δύο και τρεις φορές πριν αποφασίσουν. Και όταν έγινε η στροφή, οι δυνητικοί εκλογείς τους είχαν πια αποφασίσει.
Ό,τι έγινε, έγινε. Ή μήπως όχι; Είμαστε σε μια κρίσιμη καμπή. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, μαζί και τα τέσσερα αυτά κόμματα, παρότι δεν είναι στη Βουλή, οφείλουν να συμβάλλουν στην υπέρβαση του κυβερνητικού-πολιτικού αδιεξόδου , με δράσεις σχεδόν σαν να ήταν μέσα στο Κοινοβούλιο. Σε μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που πρέπει να γίνει, τα κοινοβουλευτικά κόμματα πρέπει με κάποιον τρόπο να δώσουν ρόλο και σε αυτό το σχεδόν 10%, που οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν.