Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Για την Ευρώπη


Του Μιχάλη Μιχελή



H Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
 
Το όραμα, η ελπίδα, η δημοκρατική συνεύρεση των λαών, της ειρήνης και της εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Ένα ιδανικό πλαίσιο τόσο ωραίο, για να είναι αληθινό!
H αποτρεπτικότητα ενός  πολέμου. Η  κατάλυση της διαιρεμένης Ευρώπης. Η προσδοκία ενός  ευοίωνου αύριο, ήταν τα υλικά που έπλασαν το καλοστημένο σενάριο, της ενοποίησης. Τη λάτρεψαν σχεδόν όλοι, την ιδέα αυτή. Ακόμη κι εκείνοι, που την λοξοκοίταξαν στην αρχή.  Μερικοί την είπαν το μοντέλο της παγκόσμιας κοινωνίας!
Μόνο το ΚΚΕ, η Νορβηγία, αλλά και η Ισλανδία, δεν μπήκαν στο πειρασμό να δοκιμάσουν το πείραμα. Καθ’ εις απ’ αυτούς (τους εν λόγω αντιρρησίες), έχει τις δικές του  ιδιόρρυθμες αναστολές. Τους φόβους, ότι μπορεί αυτή η συνταγματική «ευρωπαϊκή ρουφήχτρα», στην πρεμούρα της οικονομικής της ολοκλήρωσης, να ξεχάσει, να παραμελήσει, τους κοινωνικούς στόχους και στο φινάλε να χάσει την απαστράπτουσα αίγλη της δημοκρατικότητά της.  (Ειδικότερα οι δυό χώρες των Βίκινγκς,  με την άρτια κοινωνική τους δομή, φοβήθηκαν την αναγκαστική ενσωμάτωση, σε ομογενοποιημένους κανόνες ).
Αυτοί οι προβληματισμοί, επιστρέφουν σήμερα ως χίμαιρα.
Λοιπόν όσο κι αν ακόμα επιμένουμε στις οφθαλμαπάτες, στο αίτημα μιας πραγματικά ενοποιημένης ηπείρου, το ερώτημα παραμένει επίκαιρο:
Η Ε.Ε. θα επιζήσει ως κοινωνικός μηχανισμός αλληλεγγύης και συμμετοχικότητας; Ως ιδεολόγημα δημοκρατικού πλουραλισμού ή θα μεταλλαχθεί σ’ ένα διακρατικό στυγνό μηχανισμό οικονομικής παραγωγής;
Όλα τούτα τα κρίσιμα θέματα (20 χρόνια μετά το Μάαστριχ), η ελληνική κρίση, τα επαναφέρει ορμητικά στην επιφάνεια.
 
 
Η μελαγχολία της Ευρώπης.
 
 
Προσπαθώντας ο οικονομικός μηχανισμός  της Ε.Ε. (δηλαδή η κινητήρια δύναμη του εγχειρήματος), ν’ ανταπεξέλθει  στον παγκόσμιο  ανταγωνισμό (που δημιουργεί ως παρενέργεια την ύφεση και την ανεργία), που καταβαραθρώνει στην περιθωριοποίηση εργαζόμενους και έθνη, αλλάζει σήμερα προσανατολισμούς και προσγειώνεται πλέον ως ρεαλιστής, μέσα στο καθεστώς των αδίστακτων αγορών. Σ’ αυτές που σε κρίνουν τις τύχες των λαών, αναλόγως των πλεονασματικών αποδόσεών τους. Δηλαδή η οραματική «Ευρώπη», βρίσκεται πλέον φυλακισμένη, από το ίδιο το μοντέλο που λανσάρισε ως  συνταγή επιτυχίας,  για την άνοδο του βιοτικού της επιπέδου. Μια κοινωνία των ίσων ευκαιριών, της ανταλλαγής των προϊόντων και των κεφαλαίων, των ανοικτών οριζόντων, στη βάση της ελεύθερης οικονομίας. Τ’ αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.  Το δελεαστικό επίπεδο ζωής, που στηρίχτηκε σε εισαγόμενες πρώτες ύλες και προϊόντα από χώρες, που κι αυτές θέλησαν να μιμηθούν το ευρωπαϊκό πρότυπο, είχε ως συνέπειες:  Αθρόα μετανάστευση, καταναλωτισμός,  διανθισμένος  ανθρωπισμός με δημοκρατικές κατακτήσεις  κι άνετες συνθήκες εργασίας. Όλα τούτα όμως προσέκρουσαν τώρα στο βασικό εμπόδιο. Στον δανεισμό. Σ’ ένα τραπεζικό  μηχανισμό  «επίπλαστης αειφορίας», που κι αυτός, προσαρμοσμένος από τη διεθνή κρίση, δεν φαίνεται πρόθυμος πλέον, να συμπαρασταθεί, χωρίς σκληρούς όρους, στο «ευρωπαϊκό πρότυπο» της προγενέστερης  ευμάρειας.
Έτσι αυτό που συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι η συρρίκνωση, το αναγκαστικό μαράζωμα του κοινού ονείρου. Δηλαδή αναζητούνται απεγνωσμένα οι σπάταλοι, οι πλεονάζοντες, οι ένοχοι (PIGS), πετσοκόβεται η δημοκρατία, τρώγεται το Κοινωνικό Κράτος, διαλύονται οι εργασιακές προνομιακές σχέσεις.  Με δυό λόγια, όλα τα τρέχοντα και μελλοντικά σχέδια, περνάνε  από τον «μινιμαλιστικό Προκρούστη».
 
 
Τα όρια της Ευρώπης.
 
 
Στην Ε.Ε. μπήκαν 28 χώρες. Μετά από την τελευταία στη σειρά Κροατία, αναμένουν την πολυπόθητη είσοδο, στη δημοκρατία των αστεριών, ακόμη καμιά 10αριά υποψήφιες χώρες.
Και λοιπόν; Τι θ’ αλλάξει γι’ αυτές;
Οι λαοί της πρώην ανατολικής Ευρώπης, φαντασιώνονται πολλά. Όμως εκείνο που τους εξιτάρει, είναι το χρήμα. Αυτό άλλωστε τους είχαν υποσχεθεί άφθονο, όταν αναζητούσαν μέσω των δημοκρατικών αιτημάτων τους, την οικονομική και ιδεολογική ανατροπή του σοβιετικού μοντέλου.
Σήμερα λοιπόν, που η Ε.Ε. έχει μπει σε νομισματικές περιπέτειες, ποιο είναι το όφελος, για τις νέες χώρες, που στριμώχνονται  στην κοινή Ευρώπη; Λεφτά δεν υπάρχουν, προνόμια δεν δίνονται,  η κοινωνική αρωγή είναι σπάνια λέξη, τα προγράμματα στήριξης των εθνικών οικονομιών συρρικνώνονται και πάνω απ’ όλα, στο βάθος, εκεί (στο κονκλάβιο της Κομισιόν), που αποφασίζονται τα κοινά ευρωπαϊκά βήματα, υποβόσκει ένας οικονομικός ρατσισμός.
Τελικά τι είναι η Ε.Ε.; Η κλειστή Ευρωζώνη, τα Συμβούλια Κορυφής, το Ευρωκοινοβούλιο ή ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, που έθρεψε από την μια, φαντασιακά τη γενιά μας κι από την άλλη, δεν μπορεί καλά καλά  να θρέψει, όλα τα στόματα των πολιτών που την συναπαρτίζουν; Τι σόι φετίχ είναι το κοινό νόμισμα, που το κατέχουν όλοι, αλλά μπορούν να το ξοδεύουν μόνο μερικοί, χωρίς να λογοδοτούν για τις δημοσιονομικές συνέπειες; Που είναι εν τέλει η δημοκρατική αξιοπρέπεια όλων εκείνων, που υποδουλώνονται και υποδουλώνουν, στο όνομα του ζήσε «στο μύθο σου»;
 
 
Τα Πράσινα Κόμματα.
 
 
2012. Ο γρίφος της Ε.Ε. προβληματίζει και φανερώνει τις διχογνωμίες στην Πολιτική Οικολογία. Η Δημοκρατία στο απόσπασμα! Φταίει συνολικά το ανεξέλεγκτο σύστημα ή απλώς τα κόμματα που ηγούνται στην Ε.Ε.; Πράσινη απάντηση, ουσιαστικά δεν υπάρχει. Στο γόρδιο δεσμό του οικονομισμού, που κυριαρχεί στον ευρωπαϊκό χώρο (και στο παγκόσμιο καπιταλιστικό στερέωμα), η πολιτικοποιημένη Οικολογία, αναζητεί σπασμωδικές λύσεις, μέσα από τεχνοκρατικές προτάσεις.
Πιστεύει, ότι το θέμα του ορθού πολιτικού προσανατολισμού, είναι μια λεγκαλιστική διαδικασία, που θα δημοκρατικοποιήσει  τους κοινοτικούς κανόνες. Δηλαδή  χρειάζεται μια κοινωνική μεταρρύθμιση των θεσμών, γιατί βρίσκονται σήμερα σε λάθος χέρια. Στην ελίτ του κεφαλαίου. Η διαχειριστική αναδιάταξη των θεσμών της Ε.Ε. υπέρ του κοινωνικού συνόλου, θα επαναφέρει την πολυπόθητη ισορροπία, που έχει ανατραπεί σήμερα από τους καταπιεστικούς οικονομικούς δείκτες. Με δυό λόγια, αρκεί να πειστεί ο δυσαρεστημένος ψηφοφόρος, αφ’ ενός  στο να διώξει το δίδυμο του γερμανικό-γαλλικού άξονα Μέρκελ-Σαρκοζί  κι αφ’ ετέρου, με το να φέρει τις δυνάμεις της «προόδου» στην εξουσία  (Σοσιαλιστές-Πράσινους) κι έτσι απλά στη συνέχεια,  η κοινή Ευρώπη, θα ξαναεπανέλθει στην ορθή πορεία, των πρώτων εκείνων σχεδιαστών, του «ονείρου». (Στην ονειροπόληση μιας ηπείρου, χωρίς σύνορα και κοινωνικούς φραγμούς).
Η  κοινή συνισταμένη των Πράσινων κομμάτων, αντιπροτείνει  ως περιστασιακό καταπραϋντικό στην υπάρχουσα κρίση αξιών. Ένα «ευρωομόλογο» ισομερισμένου χρέους, που θα το επωμιστεί ένα κοινό ταμείο και παράλληλα προωθεί μια επενδυτική προσπάθεια, πάνω στη βάση της πράσινης τεχνολογίας.
Δηλαδή το καπιταλιστικό παραγωγικό σύστημα αναπροσαρμόζεται επιφανειακά, μέσα από τις διαρθρωτικές διοικητικές αλλαγές στο Νότο, βάζοντας σε ηθικότερη  βάση την φορολόγηση τους κι από την άλλη ανταποδοτικά, ο ηθικοπλαστικός Βορράς, προσφέρει πλάτη στα χρέη, που όμως συνεχίζουν  να συσσωρεύονται από τους διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, μεταξύ των χωρών που συναπαρτίζουν την Ευρωζώνη.
Αυτό (το Green Deal), όσο κι αν ακούγεται ευχάριστο, όσο κι αν δίνει μια διέξοδο στην παραγωγή, όσο κι αν βοηθάει την οικολογική προσπάθεια, για μια πιο βιώσιμη κοινωνία, ουσιαστικά αφήνει ανέπαφο, το περίβλημα του ζέοντος προβλήματος. Δεν απαντά επί της ουσίας. Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει, απ’ αυτό το πάρτα όλα, του παγκοσμιοποιημένου ανταγωνισμού; Ποια έθνη βολεύονται και ποια δυστυχούν; Τι θα γίνει με την υποσχόμενη ευημερία των πολιτών; Μπορεί η ενεργειακή μεταστροφή, σε ηπιότερες μορφές, ενεργειακής απόδοσης, να γίνει το μέσον που θα φράξει την αχαλίνωτη κεφαλαιοκρατική ανταγωνιστικότητα;  Μπορεί η πράσινη ανάπτυξη, από μόνη της, να δώσει ώθηση στην ειρηνική μετεξέλιξη του καπιταλιστικού γίγνεσθαι; Ν’ ανατρέψει τον κύκλο του χρήματος, που αναζητεί καινούργιες ευκαιρίες πλουτισμού; Υπάρχει  τελικά «εξανθρωπισμός» της καπιταλιστικής οικονομίας;  Δηλαδή, με το να καταργηθούν τα πυρηνικά εργοστάσια, με το να μπουν περισσότερες ΑΠΕ κλπ. θ’ αλλάξει ο συσχετισμός του πλούτου, ανάμεσα στους έχοντες και στους παρίες; Στον ευημερούντα Βορρά και στον δυστυχή Νότο της Ευρώπης; Στα υψηλά ΑΕΠ της Δύσης και στα λειψά αποθεματικά των ανατολικών χωρών;  Σε τελευταία ανάλυση, ανατρέπεται η κλιματική αλλαγή, μόνο με την επικουρία της πράσινης τεχνολογίας ή αλλάζοντας το παραγωγικό σύστημα, σε μια διαφορετική κατεύθυνση; Τα «μνημόνια», είναι μέσα στην κουλτούρα της Πολιτικής Οικολογίας; Τα Πράσινα λοιπόν κόμματα, σε ποιο βαθμό εμβόλιμα ανατρέπουν ή σιγοντάρουν, το υπάρχον σύστημα, που δημιουργεί το χάσμα στους λαούς, τη διόγκωση του πλούτου και οδηγεί την επιβίωση του περιβάλλοντος, στα όρια της καταστροφής;
Μ’ αυτό λοιπόν το ερώτημα, μπαίνουμε στην καρδιά του προβλήματος, που δημιουργεί συνειρμικές εντάσεις.
 
 
Οι Πράσινοι της Γερμανίας
 
 
Όταν τα πάντα πήγαιναν βολικά και όταν η οικονομία και η γενικότερη πολιτική συγκυρία της Ευρώπης,  βοηθούσε στην ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των λαών, οι πράσινες ιδέες, πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Το κοινωνικό κράτος, η μεσαία τάξη και η οικολογική κατανάλωση, ήταν τα κλειδιά της επιτυχίας.
Οι Γερμανοί, ήταν οι πρωτοπόροι, στον μετασχηματισμό της οικονομίας τους, μέσα από μια σειρά εναλλακτικών προτάσεων. Το αξιοζήλευτο πάθος που δείχνουν ως λαός στην προστασία του φυσικού, αλλά και του δομημένου περιβάλλοντος, ήταν το φωτεινό παράδειγμα για όλους τους άλλους οικολόγους της Ευρώπης. Πράγματι, οι περιώνυμοι εκεί Πράσινοι, κατοχύρωσαν πολλά στην γερμανική κοινωνία. Από τις πράσινες συμπεριφορές, μέχρι την αποδοχή της διαφορετικότητας των πολιτών. Σταδιακά μετεξελίχθηκαν από ένα κόμμα διαμαρτυρίας, σ’ ένα φορέα που συγκυβέρνησε και έβαλε τις βάσεις, μια μοντέρνας αντίληψης, σ’ όλο αυτό που ονομάζεται κοινωνική ποιότητα ζωής. Η ανοδική καταγραφή του κόμματος, μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς, έφτασε σε αξιοζήλευτα επίπεδα κι έγινε ποθητό παράδειγμα, για όλα τ’ άλλα αδελφά κόμματα της Ευρώπης.
Όμως μαζί με τους Πράσινους, άλλαξε κι η εποχή. Η γερμανική διαιρεμένη επικράτεια, από ένα σημαδιακό πείραμα ανάμεσα στους ιδεολογικούς και οικονομικούς συνασπισμούς, ενοποιήθηκε πολιτικά, αφήνοντας αλώβητες τις οικονομικές ανισότητες. Η φωνή διαμαρτυρίας στη Δυτική Γερμανία που έκφραζαν οι εναλλακτικοί Πράσινοι, ως προς τον καταναλωτισμό, τα δημοκρατικά δικαιώματα, την οικολογία , την ειρήνη και την αποστρατικοποίηση, μονομιάς έγιναν παρελθόν από ένα νέο status, που υποσχέθηκε ευημερία στους ανατολικούς συμπατριώτες, μέσα  από την εσωτερική αλληλέγγυα βοήθεια των δυτικογερμανών. (Δηλαδή, μια παρόμαια κατάσταση με την Ελλάδα. Θα πάρετε χρήματα, για ν’ αλλάξετε σε σύγχρονο κράτος, την παλιά μίζερη σας  «Ψωροκώσταινα»).
Για να επιβιώσουν οι Πράσινοι, μέσα στο καθεστωτικό νέο πλαίσιο δράσης, για να μην χάσουν κι άλλους ψήφους και δύναμη από την ενσωμάτωση (έπαθαν στραπάτσο στις πρώτες ενοποιημένες εκλογές, μιας κι ο λόγος τους ηχούσε πολύ παράξενα, στ’ αυτιά των Ανατολικών), έβαλαν μπόλικο «νερό» στις απόψεις τους και  αλλοτριώθηκαν προς το καπιταλιστικότερο. Δηλαδή μπήκαν στον πειρασμό της υποσχεσιολογίας και ενσωματώθηκε η πάγια ειρηνιστική θέση τους, στον ιδεολογικό παράγοντα του «κράτος τιμωρός» (Γιουγκοσλαβία. Η αστυνομική βία, έγινε συνώνυμο της έννομης τάξης). Παράτησαν το εναλλακτικό μοντέλο ζωής και αποδέχθηκαν, ότι για να «επιβιώσουν», πρέπει να κολλήσουν στον μηχανισμό που παράγει καταναλωτικό πλούτο. Άφησαν στο παρελθόν την ιδεολογία της ήπιας ανάπτυξης και της αντικαπιταλιστικής κοινωνικής συνοχής. Δημιουργήθηκε λοιπόν το πλαίσιο δράσης τους,  που ορίζεται σε γενικές γραμμές, ως «οικολογικοποίηση του καπιταλισμού».
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια  προς την καθιέρωση, το πρώην αντί-κόμμα, απεμπόλησε την ριζοσπαστικότητα των απόψεών του. Μπήκε στο παιγνίδι του καθεστωτικού δούναι λαβείν και των κομματικών συσχετισμών. Η  πρόσκαιρη έπαρση της νικηφόρας πορείας, κοίταξε με αμετροέπεια το δόλωμα της εξουσίας και δημιούργησε ιδεολογικό κενό στα μετόπισθεν του.
Με δυό λόγια έγιναν οι Πράσινοι συστημικοί. Εκεί που προέτασσαν στο παρελθόν (την κατ’ εξοχήν αιχμή της παρουσίας τους), στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, στην διαφορετικότητα του πολιτικού ύφους και ήθους, στην ανακλητότητα των επαγγελματιών της πολιτικής, στην ασυμβίβαστη τακτική τους, απέναντι στις συντηρητικές πολιτικές των κομματικών τους αντιπάλων, δηλαδή στον εν γένει αντικομφορμισμό τους, όλα μονομιάς, τα τουμπάρισαν.
Για να βολευτεί το «πράσινο όνειρο» στη Γερμανία, οι  αναγκαίοι συμβιβασμοί με τα κατεστημένα κόμματα, δημιούργησαν τη λεγόμενη «κουλτούρα των συνεργασιών». Δηλαδή παραχωρούμε, αλλοτριώνουμε ένα μέρος του προγράμματος μας, για να φτάσουμε στο στόχο μας. Έτσι δημιουργήθηκαν ακατανόητοι σύνδεσμοι με αντιπάλους, στη βάση της οικολογικής προσέγγισης. Δηλαδή σταδιακά αλλάζουμε την φυσιογνωμία του αντιπάλου και τον φέρνουμε με τα νερά μας.
Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στη (δυτική) Γερμανία, μέσα από την παροχή μπόλικου χρήματος, ανέβασε τους δείκτες της κοινωνικής ευημερίας και οικολογικοποίησε την συμπεριφορά των πολιτών. Η νέα μεσαία τάξη, δεν είχε καμιά πλέον αναστολή, να ενσωματωθεί στους Πράσινους και ν’ αναδείξει το εν λόγω κόμμα, ως μια στέρεη τρίτη δύναμη, ανάμεσα στα μεγαθήρια της αστικής δημοκρατίας. Οι Φιλελεύθεροι έγιναν ντεμοντέ.
Κι έτσι άρχισαν τα κυβερνητικά σούρτα φέρτα. Κανένας δεν είχε πρόβλημα να συνεργαστεί πλέον μαζί με τους Πράσινους. Οι δακτυλοδεικτούμενοι «χίπηδες»,  φόρεσαν γραβάτα και πέρασαν στα σαλόνια.
 
 
Στην αρχή με τους Σοσιαλδημοκράτες.
 
 
Δημιουργήθηκαν οι νέες σχέσεις εργασίας  ( Χάρτς 4), για να δελεαστεί  μέσω των χαμηλών μισθών και των μικρότερων κοινωνικών ενισχύσεων , η επενδυτική αποκατάσταση των γηγενών (και ξένων) επιχειρήσεων, που μέχρι τότε προτιμούσαν να έχουν φτηνότερο προϊόν στη Γερμανία, μέσω της τσέχικης ή της κινέζικης μανιφατούρας.  Πράγματι, αυτό επιτεύχθηκε  κι αρκετές πλέον επιχειρήσεις προτίμησαν παλινόστησαν σ την εγχώρια παραγωγή, που διοχετεύει  τα καταναλωτικά προϊόντα της, όχι μόνο στους Γερμανούς (και στους άλλους πλούσιους λαούς του πλανήτη), αλλά και στο Νότο της Ευρώπης, που αγόραζε άρον άρον και με ποσότητες , τον επίπλαστο καταναλωτισμό, μέσω δανεικών χρημάτων (προς γνώση φυσικά, όλων των πιστωτών). Άλλωστε αυτό ήταν το πλαίσιο του «λαϊκού καπιταλισμού». Αγοράζεις ό,τι θέλεις και το ξεπληρώνεις σιγά σιγά, στο βάθος του  χρόνου.
Τα ίδια που συνέβησαν στο Νότο, έγιναν και στην Ανατολική Γερμανία. Υπήρξε η πρόβλεψη, ότι σταδιακά το 2015 (μετά από 25 χρόνια της ενσωμάτωσης), η πρώην «υποανάπτυκτη» περιοχή της Γερμανίας , θα έφτανε σ’ ένα επίπεδο σχεδόν παραπλήσιο, με την ευζωία του μέσου Γερμανού (της δυτικής πλευράς της χώρας), έχοντας ως όχημα προς την ευημερία, την αθρόα φτηνή δανειοδότηση,  για μια σειρά προσωπικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.
 
 
Οι Χριστιανοδημοκράτες «Οικολόγοι».
 
 
Οι δεξιοί της Γερμανίας, βλέποντας την οικολογικοποίηση της μεσαίας τάξης, δεν άφησαν το μονοπωλιακό πλεονέκτημα στους Πράσινους, να μιλάνε μόνο αυτοί για την «Πράσινη Γερμανία». Αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να συγκυβερνήσουν πλέον με τους ξοφλημένους Φιλελεύθερους,  δεν τους χαλάει να πάνε σε μια συγκατοίκηση με τους Πράσινους, στην βάση των αμοιβαίων παραχωρήσεων, από τα προγράμματά τους.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση, απεδέχθη ότι η χρήση της πυρηνικής ενέργειας στην εν λόγω χώρα, μπορεί να εγκαταλειφθεί, αρκεί τεχνικά το κράτος να προσαρμοστεί στις ΑΠΕ, στην εισαγωγή φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων, αρκεί η γερμανική παραγωγή και κατανάλωση να περάσει στην «πράσινη ανάπτυξη». Δηλαδή, όταν το γερμανικό ΑΕΠ έφτασε στα ύψη, θεώρησε, ότι μπορεί να μπει σε πιο οικολογικές εφαρμογές, να ζήσει καλύτερα, χωρίς να θιχθεί το οικονομικό σύστημα.
Κι απ’ εκεί προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα. Το κόστος. Δηλαδή όλη αυτή η διαδικασία του μετασχηματισμού του ενεργειακού δυναμικού, έφερε δαπανηρότερες  υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα, ένα μέρος της χώρας ( το Ανατολικό), που στηρίζεται στην φτηνή ενέργεια (για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων), υποχρεώθηκε στον παραγκωνισμό. Δηλαδή επειδή δεν μπορεί να πληρώνει την ευημερία του κι επειδή οι παλιές καλές μέρες του άφθονου χρήματος εξανεμίστηκαν, μπήκε σε καραντίνα το σχεδιασμένο επί χάρτου όνειρο,  για τις δυό «ισοδύναμες περιοχές» της Γερμανίας το 2020. Παράλληλα, εξ αιτίας του περιορισμού των κρατικών κεφαλαίων, σ’ όλη την επικράτεια του γερμανικού κράτους,  μέσα  σε μια δεκαετία, ξεχαρβαλώθηκε το κοινωνικό σύστημα περίθαλψης και αρωγής, προς όφελος της ιδιωτικής ασφάλισης. Το κράτος θεωρήθηκε υπερφορτωμένο από αρμοδιότητες για την προστασία του πολίτη κι έτσι η ιδιωτική επιχειρηματικότητα, ανέλαβε να ξαλαφρώσει τον προϋπολογισμό.
 
 
Ανέβηκε η κατανάλωση και πλήθυναν οι νεόπτωχοι.
 
 
Η λαμποκοπούσα βιτρίνα του γερμανικού θαύματος, δείχνει τις έντονες ταξικές διαφορές της. Όποιος έχει τα ευρώ καλοπερνάει. Όποιος αντίθετα είχε μπει στην παγίδα, ότι θα τραφεί από την φιλευσπλαχνία του κοινωνικού κράτους (όπως στο παρελθόν, τότε στα χρόνια της ακμάζουσας Σοσιαλδημοκρατίας), πλέον διαλύεται. Όποιος φοβάται περισσότερο ότι θα χάσει η Γερμανία την ευημερία της κι ο πολίτης την καλοπέρασή του, συσπειρώνεται στην Μέρκελ. Όποιος είναι μετανάστης ή εργαζόμενος και τρέμει για το αβέβαιο μέλλον του, τρέχει στους Σοσιαλδημοκράτες. Όποιος ζει με τις οικολογικές/δημοκρατικές φαντασιώσεις του, πάει στους Πράσινους. Στη Γερμανία, η εκλογική πελατεία, έχει ξεκαθαρισμένα κόμματα. Δεν παραπαίει, δεν ψάχνεται όπως στην Ελλάδα. Σταθερές γερμανικές κομματικές αξίες (των τριών πυλώνων της εξουσίας), όπως διατυμπανίζουν οι αναλυτές, των διαφόρων ινστιτούτων του πολιτικού σχεδιασμού.
 
 
Πίσω από τις εικόνες της ευημερίας…
 
 
Αποτέλεσμα αυτού του διπολικού σοκ ( με τα χαμηλά μεροκάματα και το ακριβό κόστος ζωής), με τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, είναι η καιροφυλακτούσα  μιζέρια.  Αναπόφευκτο προϊόν της, παράγωγο της φτώχειας,  είναι η αμφισβήτηση του μοντέλου (από τα κατ’ εξοχήν θύματα), τους ηλικιωμένους, αλλά προπαντός, από τους «άτακτους» μέχρι θρασείς νέους της Γερμανίας.
Μεγάλωσε το ναζιστικό κίνημα. Δηλαδή η αντανακλαστική αντίδραση στο οτιδήποτε θεωρείται μη γερμανικό (μετανάστες), που κλέβουν θέσεις εργασίας, που τρώνε το ψωμί των φτωχών. Όμως μαζί μ’ αυτούς (όπως έδειξε η αντίδραση Σάρατσιν), είναι και πολλοί άλλοι (40% του πληθυσμού), που πιστεύουν , ότι η γερμανική ανεκτικότητα, η γερμανική κουλτούρα, υποφέρει από την «μουσουλμανοποίηση».  Ότι πλέον η Γερμανία δεν μπορεί να κάνει ευπρόσδεκτη, την αθρόα εισαγωγή μεταναστών. Ότι τώρα στους δύσκολους καιρούς που έρχονται, πρέπει να μαζευτούν οι παραχωρήσεις και τα δικαιώματα στους ξένους.
Η απάντηση σ’ όλο αυτό το φασιστικό ιδεολόγημα, ήταν η αντίδραση της απέναντι πλευράς. Το ριζοσπαστικό, το ανατρεπτικό κίνημα, έδειξε ότι στη Γερμανία δεν υπάρχουν μόνο  αντιρρησίες εθνικιστές. Οι πυρπολήσεις καταστημάτων και αυτοκινήτων, αλλά προπαντός οι διαδηλώσεις των αγανακτισμένων αλλά και των αντιεξουσιαστών, φανέρωσαν τ’ αξεπέραστα προβλήματα της δήθεν ειρηνικής προσαρμογής, που προσπάθησε επιμελώς ν’ αποκρύψει για χρόνια η προπαγάνδα του κράτους της ευημερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.  Το κράτος που όλα λειτουργούν  άρτια, μας τελείωσε κι εκεί, στη χώρα της τελειομανίας.
Η βία των άκρων μεγάλωσε στη Γερμανία, κυρίως στην ανατολική πλευρά της χώρας. Αναπόφευκτα λοιπόν μέσα σ’ αυτό το σκηνικό κι οι Πράσινοι είχαν τις απώλειές τους, απ’ αυτό το νέο κοινωνικό δεδομένο. Την αναγεννημένη αντισυμβατικότητα.
Η σταθερή πορεία των Πράσινων, ανακόπηκε κι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το αντίπαλο «αγκάθι» λέγεται τώρα, κόμμα των Πειρατών! Δηλαδή μια πανομοιότυπη αντιγραφή της  αντισυστημικής  παρουσίας , αυτής που είχαν πριν από 30 χρόνια, οι Πράσινοι της Γερμανίας. Τότε που κίνησαν τα βαλτωμένα νερά της πολιτικής και της κοινωνίας,  με την ενθουσιώδη θορυβώδη παρουσία τους στις ειρηνικές και αντιπυρηνικές διαδηλώσεις, τότε που πλημμύριζε ο λόγος τους, από την αντικομφορμιστική  ρητορική.
Μονομιάς όλα τώρα άλλαξαν. Οι Πράσινοι αντιλαμβανόμενοι ότι δεν έχουν πολλά περιθώρια να παίξουν επί ίσοις όροις τα δυό κυρίαρχα κόμματα (CDU και  SPD), ψάχνουν  να βρουν την καλή συνταγή, που θα τους κρατήσει στην επικαιρότητα. Που θα συγκυβερνήσουν, γιατί αν τελικά δεν το πετύχουν, θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο η δύναμή τους, από τα νέα ανερχόμενα πολιτικά μορφώματα, της γερμανικής κοινωνίας. Ακόμη αντιλαμβάνονται (οι Πράσινοι), ότι η παρουσία τους έχει σημειολογικό χαρακτήρα, που πρέπει πάση θυσία, να το κρατήσουν δροσερό, το σύμβολο του ηλίανθου. Αυτοί ως brand name «των πράσινων ιδεών», είναι οι αντιπροσωπευτικοί φορείς  ενός οικολογικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού. Όμως τα πράγματα πλέον προχώρησαν. Η αστική τάξη, η σοσιαλδημοκρατική της εκδοχή και η εν γένει νοοτροπία των Γερμανών ως προς το  κάθε  οικολογικό βήμα, δεν αφήνει περιθώρια πλέον, σε αποκλειστικούς  κομματικούς περιβαλλοντικούς  αντιπροσώπους. Δηλαδή προχωρούν και οι αντίπαλοι σε οικολογικές προτάσεις, γιατί πλέον έχει ωριμάσει η κοινωνία και αποδέχεται χωρίς κραδασμούς, την πράσινη αντίληψη του καπιταλισμού.  Άρα η εξουσιαστική παρουσία των Πράσινων, δεν θεωρείται αναντικατάστατη. Μπορούν πλέον τα δυό μεγάλα κόμμα να συγκυβερνήσουν, γιατί οι διαχωριστικές τους γραμμές έχουν ελαχιστοποιηθεί, ακόμη και στα οικολογικά.
 
 
Το «πράσινο δίλημμα».
 
 
Οι συμβιβασμένοι με το σύστημα Πράσινοι, κέρδισαν μερίδα της μεσαίας τάξης και δεν μπορούν πλέον ν’ αναπαραχθούν από τα νέα δεδομένα . Κι ο λόγος είναι απλός.
Οι κομματικές διαρροές, αλλά και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, που έβγαινε από το κοινωνικό κράτος. Χάνουν «αριστερούς» οπαδούς, προς χάρη των Πειρατών, αλλά και από «δεξιούς» Πράσινους, που πάνε στους Χριστιανοδημοκράτες, που έγιναν κι αυτοί «Οικολόγοι».
Η ταξικοποίηση της κοινωνίας, που δεν έρχεται μέσω του επαγγέλματος, αλλά μέσω του διαθέσιμου εισοδήματος τους, έχει κάνει τους εκπαιδευτικούς, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους καλλιεργητές, τους τεχνικούς , ακόμα και γιατρούς, να έχουν χάσει την αγοραστική δύναμή τους κι έτσι να μειώνεται η οικολογική τους αντοχή, μπροστά στα έξοδα που επιβάλλει μια πράσινη ανάπτυξη.
Βλέποντας αυτή την εκλογική απώλεια οι Πράσινοι, προσπαθούν να δελεάσουν ψηφοφόρους, υποσχόμενοι μια σαρωτική φορολόγηση του πλούτου, που οι ίδιοι την είχαν καταργήσει (με τους Σοσιαλδημοκράτες) το 2005. Πιστεύουν λοιπόν ότι μ’ αυτό το φορολογικό δέλεαρ, θα συσπειρώσουν την κλονισμένη συνοχή τους και θα μειώσουν τις φωνές που τους αρνούνται.
 
 
Οι Πειρατές.
 
 
Ένα κόμμα «του καναπέ». Δηλαδή η μοντέρνα αντίληψη της πολιτικής παρέμβασης. Η κοινωνία που έχει δημιουργήσει την παθητικότητα (κυρίως στους νέους), έχει βρει ως ικανοποιητικό άλλοθι αντίδρασης , την ενημέρωση και τη δράση μέσω των κοινωνικών δικτύων. Μια εξελιγμένη μορφή παρέμβασης, στη βάση ενός συγκεκριμένου ευκολονόητου στόχου. «Θέλουμε τον ηλεκτρονικό κόσμο και τον θέλουμε τώρα, στην οθόνη μας»!
Δηλαδή έχει μεταλλαχθεί το κλασικό μοντέλο της κοινωνικής παρέμβασης. Η σύγκλιση των ιδεολογιών στο πράττειν της διαδήλωσης, στη ρήξη με την αστυνομία, θεωρείται πια ξεπερασμένη μέθοδος. Η πολιτικοποίηση και η μαζικοποίηση των κινημάτων, έχει αλλάξει τόπο και κέντρο βάρους.  Πέρασε από τον συλλογικό ομαδικό αγώνα του δρόμου, από την μακρόλογη διαφωτιστική μπροσούρα, στο διαπροσωπικό σύντομο διάλογο του μηνύματος, δια μέσω του πληκτρολογίου. Η θεματολογία των Πειρατών, δεν έχει το παλιό αριστερό εντρυφές περιεχόμενο.  Δεν προσδοκά την ολική ανατροπή της κοινωνίας. Η κοινωνία  γι αυτούς «ουδετεροποιείται» κι αποκτά υπερταξική διαστρωμάτωση. Τα αιτήματα για αλλαγή, φεύγουν από τον επικεντρισμό του οικονομισμού  και αποκλειστικοποιούνται, στο φάσμα των δημοκρατικών προσωπικών αναγκών. Οι Πειρατές ζητούν απλά διαφάνεια κι εντιμότητα, από εκείνους που διαχειρίζονται τη ζωή τους. Ζητούν ανεμπόδιστη πρόσβαση στην πληροφορία, γιατί η απρόσκοπτη ενημέρωση, γίνεται πλέον εργαλείο συνειδητοποίησης των μαζών, στο να κινητοποιηθούν και  για ν’ απαλλαγούν, από τα εμπόδια που τους απομονώνουν, από την επικοινωνιακή αμεσότητα. Με δυό λόγια αδρανοποιείται η σωματική δράση κι ενεργοποιείται η διανοητική ενσωμάτωση, σ’ ένα σύστημα που κυριαρχεί η θυμική επιθυμία. Χωρίς την ηλεκτρονική επικοινωνία, αποξενώνεται το άτομο και γκετοποιείται, αλλοτριώνεται από τα υπαρξιακά του αδιέξοδα. Οι Πειρατές δεν ασχολούνται με τα «κλασικά δύσκολα». Η μοναξιά είναι πολύ σημαντικότερη γι’ αυτούς, από την φτώχεια.
Για τα οικονομικά φροντίζει το σύστημα, που όσο κι αν είναι απαράδεκτο, είναι πλέον αποδεχτό.  Αυτοί λοιπόν προτιμούν να επισέρχονται επιφανειακά σε θέματα θεσμών , στην εκπαίδευση, στην ψυχαγωγία, στις φτηνές μεταφορές. Ότι δηλαδή θέλουν να έχουν ανοιχτό, προσβάσιμο, για πάρτι τους! Δηλαδή οι «Πειρατές» είναι μια μεταμοντέρνα εκδοχή του « ανήσυχου» βολεμένου. Με δυό λόγια είναι η σύγχρονη αντίληψη των νέων, που τα ήθη κι έθιμα τους, δεν μπουρδουκλώνονται από τις σκοτούρες των οικονομικών αδιεξόδων.  Οι ανάγκες τους ικανοποιούνται και  γλιστρούν, μέσα από τις κοινωνικές και διαπροσωπικές επαφές του διαδικτύου. Εφ’ όσον λοιπόν δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε το σύστημα, το προσαρμόζουμε στις ορέξεις μας! Κι έτσι αρχίζει ένα αντισυμβατικό ντελίριουμ, που μέσα στην εν γένει «τρέλα» της εποχής,  γίνεται μια πιασάρικη πολιτική.
 
 
Η Γερμανική Αριστερά.
 
 
Μια ιδιάζουσα περίπτωση, που έχει τη μοναδική της σημειολογική αξία.  Ιστορικά, δεν έχει καμιά σχέση με κανένα παραπλήσιο κόμμα της Δύσης (κι ίσως και των ανατολικών κρατών).
Πρακτικά το εν λόγω κόμμα, ανανεωμένο ιδεολογικά, έχει κοντά του, όσους πίστεψαν κι όσους ελπίζουν, ότι στη Γερμανία, οι  αυθεντικές αριστερές σκέψεις, δεν είναι τελειωμένη υπόθεση. Δηλαδή είναι το «Die Linke», μια αντιπροσωπευτική πολιτική έκφραση, αυτού που είχαμε μάθει να θεωρούμε ως φορέας του προλεταριάτου.  Όμως αυτό το κόμμα, έχει κι ένα ακόμα «σαράκι» στην πλάτη του. Είναι απότοκο των αποφράδων ημερών του κομμουνισμού κι άρα εκτός από ένα αποτυχημένο κοινωνικό σύστημα, κουβαλάει και μια ιστορική «προδοσία».  Δηλαδή αναγκαστικά ήταν ενσωματωμένο (ως πρώην κομμουνιστικό κόμμα) στο σύστημα και άρα, ακόμη και σήμερα, «περιθάλπει σπιούνους», που είχαν ως καθήκον, την καταστολή των δημοκρατικών αιτημάτων, στην πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.
Ενώ αυτό το κόμμα (το Κομμουνιστικό, οι Σπαρτακιστές), ιστορικά έχει ένα πλουσιότατο παρελθόν αγώνων και θυμάτων στον ταξικό αγώνα, σήμερα σπιλώνεται από τη νέα τάξη πραγμάτων, τη ρετσινιά του ρουφιάνου, του δακτυλοδεικτούμενου κόμματος, που ότι κι αν λέει, πρέπει ν’ απολογείται, ως προς το κληρονομικό παρελθόν του.
Στην Γαλλία και στην Ελλάδα η ευρύτερη αριστερά, έχει ως εργαλείο πολιτικής ανάλυσης τα  θεωρητικά κείμενα και ως παράδειγμα, μια λαμπρή αγωνιστική  πρακτική (κατά τη διάρκεια της κατοχής και στην μεταπολεμική συνέχεια), που γίνεται αποδεκτή, άνετα από την πλειοψηφία του κόσμου. Ειδικότερα η ελληνική αριστερά, μετά την μακροχρόνια παρέλευση του εμφυλίου διχασμού, με την αλλαγή των κοινωνικών δεδομένων στην χώρα, αποκαταστάθηκε, απενοχοποιήθηκε πλέον και ηθικά. Κανείς αριστερός, δεν κουβαλά το στίγμα του προδότη του έθνους.
(Και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, προς αυτή την κατεύθυνση, βοήθησε και το  ΠΑΣΟΚ, που επανέφερε την ισόνομη κατοχύρωση), την πολιτική δικαιοσύνη, στα πρώην φακελωμένα «κομμουνιστικά μιάσματα».
Στη Γερμανία λοιπόν, για να είσαι ακόμη «αριστερός», πρέπει να είσαι ιδεολογικά «απογερμανοποιημένος». Δηλαδή να μην δέχεσαι το γερμανικό σαράκι,  «Zuerst Deutsche», δηλαδή πρώτα απ’ όλα Γερμανός! Για να ψηφίσεις την Αριστερά, σημαίνει ότι έχεις ακόμα ενοχές, για το ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Ότι όταν βλέπεις συμπεριφορές εθνικής μισαλλοδοξίας και ρατσιστικού εθνικισμού, τους θυμίζεις (στους Αριστερούς της Γερμανίας), ότι κάποιοι συμπατριώτες τους τουφέκιζαν στην Ελλάδα κι έκαιγαν Εβραίους στα κρεματόρια. Ότι πολλοί απ’ αυτούς, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά πέρασαν ανενόχλητοι το υπόλοιπο της ζωής τους, καλυπτόμενοι από το αστικό δυτικογερμανικό κράτος. Ότι η Γερμανία, φροντίζει και σήμερα να κρύβει επιμελώς, αυτές τις μαύρες ιστορικές πληγές της.
Γι’ αυτό και το Αριστερό κόμμα, πέρα από το αν συμφωνείς (ή διαφωνείς)  με τις ιδέες του, όταν κλήθηκε να ψηφίσει για το πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα είπε «όχι». Γιατί απλά ζύγιασε πολύ θαρρετά τη στάση των αριστερών της Ελλάδας και συμμορφώθηκε με την πολιτική τους. (Αντίθετα οι Πράσινοι της Γερμανίας, δεν έπραξαν κάτι αντίστοιχο με τους εγχώριους (ΟΠ) συντρόφους τους. Ψήφισαν «ναι», εκτός από τον αυθεντικό αριστερό τους Χ.Κ. Στόμπελε που είπε παρών, γιατί έτσι  πιστεύουν, με την μνημονιακή τους συμπεριφορά, ότι θα κολλήσουν βολικά, στους υποψήφιους γαμπρούς της συν-εξουσίας το 2013).
Για την αριστερά της Γερμανίας, η σημερινή οδυνηρή πραγματικότητα της χώρας μας, φέρνει στην μνήμη, τις οδυνηρές συνέπειες που επακολούθησαν στη χώρα τους, μετά τη συνθήκη των Βερσαλλιών.  Δηλαδή πιστεύουν στο «Die Linke», ότι απ’ αυτή τη δανειακή σύμβαση, ο ουσιαστικά  χαμένος, είναι εκείνος ο Έλληνας, που δεν θα μπορέσει ν’ ανταπεξέλθει οικονομικά, στο δυσοίωνο κοινωνικό καθεστώς, που θα κρατήσει την εξαθλίωση στη χώρα μας, για πολλά ακόμη χρόνια. Γι’ αυτό, ό,τι και να τους καταλογίζεις για τις ιδέες τους, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορείς να τους πεις «πουλημένους» στο σύστημα!
 
 
Το κοινό σπίτι, με τα πολλά δωμάτια.
 
 
Η ΕΟΚ από τον καιρό που φτιάχτηκε ήταν στο μάτι της Αριστεράς, στην Γαλλία. Σοσιαλιστές και κομμουνιστές την μέμφθηκαν, γιατί πάνω απ’ όλα,  δεν μπορούσαν να χωνέψουν τα παντρολογήματα της αστικής τάξης ένθεν κι εκείθεν των συνόρων της Αλσατίας. Τελικά ο χρόνος επούλωσε τα ιστορικά τραύματα κι έφερε τους δυό λαούς τόσο κοντά, που στο τέλος μόνιασαν, τακίμιασαν, κι έφτασαν στο σημείο (απούσης της Βρετανίας), να παίζουν μαζί και εκ περιτροπής, τον μαέστρο της Ε.Ε.
Ο γάμος αυτός δεν ήταν από έρωτα. Ως συνοικέσιο ένωσαν τα κεφάλαια, μοίρασαν τον ανταγωνισμό και βρήκαν κοινό βηματισμό, στο πως θα ξεμπερδέψουν απ’ αυτό το παραμύθι, που έστησαν κάποτε για λόγους προπαγάνδας, γύρω από το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι.
Ο Σαρκοζί ήταν πιο αποκαλυπτικός. Η Τουρκία δεν μπαίνει. Οι χώρες της Μεσογείου μαζί με την Γαλλία, θα φτιάξουν τη δική τους  Ένωση. Η σύνοικος Γερμανία θα φροντίσει για τις άλλες προβληματικές χώρες, που είναι στ’ ανατολικά της. Κι έτσι οι δυό θα δημιουργήσουν ένα κλειστό πυρήνα της Ε.Ε. και οι περιφερειακές (προβληματικές χώρες), θα λειτουργούν  παράλληλα, στη  συνομοσπονδία του Ευρωπαϊκού Κέντρου.  Μ’ αυτό τον τρόπο, δεν θα εγκλωβιστεί οικονομικά και εμπορικά ο πυρήνας  της Ευρώπης (Μπενελούξ, Γαλλία και Γερμανία), σε κουραστικές κι ατέρμονες προσαρμογές των χρεών και των διαμεσολαβήσεων. Δηλαδή η Ευρώπη, θ’ αποκτήσει συνοχή, μέσα όμως από τους διαφορετικούς αναπτυξιακούς βηματισμούς.  Με την Βρετανία και την Ιρλανδία. Με τις Σκανδιναβικές χώρες,  στο δικό τους ιδιάζον καθεστώς της ενσωμάτωσης, Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπουν όλες οι χώρες της Ευρώπης, μέχρι τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν.
Με δυό λόγια η Ευρώπη των οραμάτων μας , μας επιφυλάσσει άλλο σενάριο. Τις ανταγωνιστικές περιφέρειες. Αυτές που θα δελεάσουν με τις χαμηλές μισθολογικές απαιτήσεις τους, τους κάθε λογής επενδυτές. Αυτές οι προνομιακές περιφέρειες,  θα εξελιχθούν σε ανταγωνιστικούς  θύλακες, της καπιταλιστικής επιτάχυνσης.
Η οικονομική δύναμη και αποτελεσματικότητα κάθε λοιπόν ομοσπονδίας, θα βρίσκει μόνη της τη λύση στα προβλήματά της και παράλληλα θα βοηθάει και θα βοηθιέται, από τις υπόλοιπες ομοσπονδιακές συνιστώσες. Οι φτωχές χώρες του Νότου, θα κερδίσουν από τις εμπορικές σχέσεις τους με τις πετρελαϊκές δυνάμεις του Μακρέμπ, θα υπάρχει καλύτερη σχέση στο  διακρατικό ισοζύγιο τους, αφού το πετρέλαιο θ’ ανταλλαχθεί με καταναλωτικά και γεωργικά προϊόντα, που θα παράγονται  από τις κοντινές χώρες, όπως την Ελλάδα και τη Νότια Ιταλία.
Προσωρινά το σχέδιο έμεινε αδρανές. Όπως όμως φαίνεται, σύντομα θα επανέλθει ανακαινισμένο.  Για να λυθούν τα πάμπολλα προβλήματα (Τουρκίας, Κύπρου, Ισραήλ),  μαζί με τις νέες ανακατατάξεις από τις καθεστωτικές αλλαγές στη Λιβύη, Τυνησία, Αίγυπτο, τις προσαρμογές της Αλγερίας και Μαρόκου, καθώς και  από τις επόμενες εξελίξεις στη Συρία-Λίβανο, η περιώνυμη  Ένωση της Μεσογείου (και με την Ελλάδα μέσα), είναι ένα από τα επόμενα σίγουρα στάνταρτ. Κι έτσι κανένας δεν θα είναι  εθνικά πληγωμένος. Ούτε οι ικετευτικοί Τούρκοι, αλλά ούτε και οι προβληματικοί Έλληνες. Μα προπαντός, η Γαλλία και η Γερμανία, δεν θα κινδυνέψουν να χάσουν τα οικονομικά τους πλεονεκτήματα. Αυτό σημαίνει καπιταλιστικός εξορθολογισμός. Αυτός θα σπρώξει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, έναντι της Κίνας, της Ινδίας και Βραζιλίας και των ΗΠΑ.
Έτσι απλά ξεκαθαρίζουν τα τσανάκια. Γιατί όπως και να το κάνουμε, τα βόρεια και τα νότια  ευρωπαϊκά πόδια, δεν χωράνε στο ίδιο λουστρινέ παπούτσι!
 
 
Το διπλό κρεβάτι, δεν βολεύει τους Πράσινους.
 
 
Η διαχείριση της Ευρώπης δεν χωράει στους εγωϊσμούς. Δεν μπορεί τα κόμματα της Γαλλίας και Γερμανίας, να έχουν διαφορετική πολιτική, απ’ τη στιγμή που έχουν τα κράτη τους κοινή πορεία. Έτσι μπήκαν οι βάσεις των ζεύξεων.
Οι δεξιοί Γάλλοι και Γερμανοί μαζί. Οι Σοσιαλιστές το ίδιο. Γιατί όχι και οι Πράσινοι;
Πως τολμούν και στρέφονται σε συμμαχία με την Αριστερά, οι Γάλλοι Πράσινοι κι εγκαταλείπουν τον σοσιαλιστή Ολλάντ;
Γιατί η Αριστερά στη Γαλλία είναι δελεαστική, αντιπυρηνική και φυσικά δεν είναι αποκρουστική, γιατί δεν έχει ενοχές, σε σχέση με την αντίστοιχη «αμαρτωλή» της Γερμανίας.
Γιατί στην Γαλλία οι Οικολόγοι, δεν έχουν κόμπλεξ να λένε ότι προτιμούν να τους συγκαταλέγουν στους αριστερούς, μια και υπάρχουν και δεξιοί οικολόγοι ( στηρίζοντας την τοπικότητα και την αποανάπτυξη) και μάλιστα πολύ καλά οργανωμένοι.
Γιατί στη Γαλλία το Πράσινο κόμμα, έχει βαθιά ρήξη με τη δεξιά της Γαλλίας και δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να συγκυβερνήσουν, όπως το σκέφτονται (γενικότερα) και το έκαναν (μερικότερα), οι σύντροφοί τους Γερμανοί, σε μερικά κρατίδια.
Γιατί απλούστατα η Γαλλία έχει τους Σοσιαλιστές  σε άνοδο κι άρα δεν έχουν τόσο ανάγκη την επικουρία των Γάλλων Πράσινων.
Γιατί στη Γαλλία ο εθνικισμός, είναι πολύ δυνατός και εν γένει οι ψηφοφόροι, δεν σκέφτονται μονόπλευρα τον οικολογικό καπιταλισμό. Επειδή φοβούνται πάνω απ’ όλα, την επιστροφή στην μισαλλοδοξία και την άλωση της δημοκρατίας. Γιατί προτιμούν ένα μικρότερο οικολογικό κόμμα (όταν χρειάζεται να το παραμελήσουν), για να ψηφίσουν μαζικά αλλού, παρεμποδίζοντας έτσι την εκκόλαψη του φασισμού, που επιχειρεί ν’ ανέλθει δια της τεθλασμένης στην εξουσία.
Γιατί στη Γαλλία δεν υπήρξε ποτέ δυνατό οικολογικό πάθος κι έτσι οι πυρηνικοί σταθμοί, προσφέρουν φτηνή ηλεκτρική και άφθονη ηλεκτρική ενέργεια, χωρίς να υπάρχει ισχυρό αντιπυρηνικό δέος.
Γιατί στην Γαλλία το Πράσινο κόμμα, έχει ακόμα μέσα τους διάφορες αντιτιθέμενες ομάδες σκέψεις και δεν έχει ομογενοποιηθεί, όπως το αντίστοιχο γερμανικό κόμμα.
Με δυό λόγια οι Πράσινοι της Γαλλίας και της Γερμανίας, ότι και να τους υποδεικνύει ο Κον Μπεντίτ, δεν χαμπαριάζουν από ιδεολογικούς συνταυτισμούς. Δηλαδή δεν έχουν την ίδια ευαισθησία στη διαστροφή.  Ότι δηλαδή πάση θυσία, μπροστά στο κοινό στόχο των Σοσιαλιστών (Γερμανών και Γάλλων) να εξουσιάσουν, θα πρέπει οι Πράσινοι,  αναγκαστικά να γίνουν το  βολικό ζευγάρι, στο γάμο της συγκυβέρνησης. (Τα ίδια περίπου και με ΄μας με το ΠΑΣΟΚ).
Γιατί, πρακτικά στην πολιτική του σήμερα, ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα της εξουσίας, δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές. Γιατί πλέον η ευρωπαϊκή πολιτική δεν διαμορφώνεται από τα εκλογικά προγράμματα, αλλά αυτά, αναγκαστικά προσαρμόζονται στο κεφάλαιο και τις τράπεζες. Ότι  ουσιαστικά δεν αφεντεύουν  οι πρόεδροι και οι πρωθυπουργοί, αλλά οι αγορές. Γιατί το Ευρωκοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, έχουν καταντήσει διακοσμητικά στοιχεία.
Γι’ αυτό και ψήφισαν οι Γάλλοι Πράσινοι εναντίον της χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Γιατί δεν θέλουν να κοροϊδεύουν με τσαλιμάκια τον ελληνικό λαό. Ψήφισαν επώδυνα, για μας, σκεφτόμενοι σε βάθος το εφιαλτικό δράμα της Ελλάδας κι όχι το συγκυριακό δανειοδοτικό μαντζούνι, για να σωθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Γιατί την επ’ αύριο του ελληνικού «μνημονίου 2», δόθηκε ενίσχυση στις ευρωπαϊκές τράπεζες ύψους 500 δις. από τον Γιούνγκερ και την παρέα του, χωρίς να τις εξαναγκάσουν σε καμιά  παραχώρηση επί των προνομίων τους.
Γιατί αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού, που λέγεται ευρωπαϊκός αλτρουϊσμός των λαών!
Γιατί κυβερνάει το 1% και όχι το 99% της Ευρώπης.